Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πνιγίζω — Α (ποιητ. τ.) πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνῑγ τού πνίγω + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
πνιγίζεις — πνῑγίζεις , πνιγίζω pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)